καθεκτος

καθεκτος
    καθεκτός
    3
    [adj. verb. к κατέχω См. κατεχω] могущий быть удержанным
    

οὑ κ. Dem., Plut. — неудержимый, безудержный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καθεκτος" в других словарях:

  • καθεκτός — καθεκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.) 2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» επειδή η εξουσία δεν… …   Dictionary of Greek

  • καθεκτός — to be held back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτόν — καθεκτός to be held back masc acc sg καθεκτός to be held back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτοῖς — καθεκτός to be held back masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτοί — καθεκτός to be held back masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτούς — καθεκτός to be held back masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτῆς — καθεκτός to be held back fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτή — καθεκτός to be held back fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτήν — καθεκτός to be held back fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτῶς — καθεκτός to be held back adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτῷ — καθεκτός to be held back masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»